Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Αϊ-Γιώργης κι Αϊ-Δημήτρης

Παντελής Μπουκάλας
Καζαντζάκης και Σικελιανός, δύο από τους Έλληνες λογοτέχνες που θεολόγησαν εντατικότερα και βαθύτερα, έζησαν και περίπου τα ίδια χρόνια: 1884 με 1951 ο Λευκαδίτης, 1883 με 1957 ο Κρητικός. «Σαράντα χρόνια φιλία ακατάλυτη μ’ έσμιγε με το Σικελιανό, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα ν’ αναπνέω, να μιλώ, να γελώ και να σωπαίνω μαζί του. Τώρα η Ελλάδα άδειασε...» έγραψε ο Καζαντζάκης όταν πέθανε ο φίλος του, που τον πρωτοσυνάντησε το 1914. Ξέρουμε, όμως, πως η σχέση τους, όσο κι αν οι ρίζες της τελικά άντεξαν και δεν καταλύθηκαν, δεν ήταν ανέφελη. Οσα τους ένωσαν στο κοινό προσκύνημά τους στο Αγιον Ορος, τον Μυστρά, τις Μυκήνες, τους Δελφούς, την Ακρόπολη διακυβεύτηκαν όταν ο Καζαντζάκης τάχθηκε σθεναρά υπέρ του Βενιζέλου, εν αντιθέσει με τον Σικελιανό. Η φιλία τους αναθερμάνθηκε το 1942. Κι όσο κι αν κλονίστηκε πάλι το 1946, με την υποψηφιότητα και των δύο για το Νομπέλ, πολύ βαρύτερη πρέπει να ήταν η πίκρα που ένιωσαν βλέποντας την ίδια τους την πατρίδα (την κυβέρνηση Τσαλδάρη) να τορπιλίζει πεισματικά τη βράβευσή τους, με το πρόσχημα ότι στο πρόσωπό τους θα βραβευόταν η Αριστερά.

Ενα ποίημα του Σικελιανού, δημοσιευμένο στον 6ο τόμο του «Λυρικού βίου» (Ικαρος, 1978), με τον τίτλο « [Αποχαιρετισμός του Καζαντζάκη]» (εικάζω πως οι αγκύλες υποδηλώνουν ότι ο τίτλος δεν είναι του ίδιου του ποιητή αλλά του φιλολογικού επιμελητή Γ.Π. Σαββίδη), ορίζουν με ικανοποιητική σαφήνεια τη σχέση των δύο: η συμπόρευσή τους βγάζει σε δίστρατο και οι δρόμοι τους χωρίζουν, μα η αγάπη, η ανάγκη της αγάπης, μένει. Το ποίημα, πιθανότατα του 1923, θα μπορούσε να θεωρηθεί και απάντηση σε επιστολή του Καζαντζάκη, που, με σχεδόν ολοκληρωμένη την «Ασκητική», δηλώνει στον Σικελιανό πως οι δρόμοι τους άλλαξαν.

Το ποίημα: «Πώς Αϊ-Δημήτρης του Αϊ-Γιωργιού τον τράχηλο αγκαλιάζει, / καθείς τους ανεβαίνοντας σε ψυχερό φαρί, / το δρόμο που μυρίζεται μακρύ κι αναγαλλιάζει, / και το ’να είναι σιδέρικο και τ’ άλλο είναι ψαρί, / όμοια κι εγώ, ως ξεκίναγα για το μεγάλο δρόμο, / και συ ’σουνα στο πλάγι μου γι’ άλλο στρατί να πας, / ακόμα πάνω απ’ τ’ άλογο σου αγκάλιασα τον ώμο / κι είπα: “Ο Θεός στις στράτες σου, και συ να μ’ αγαπάς”». Δεν διαλέγει τυχαία ο Σικελιανός να παρομοιάσει τον εαυτό του και τον Καζαντζάκη με δύο έφιππους, πολεμικούς αγίους. Αισθάνεται ότι και των δύο οι οραματισμοί για τα θεϊκά και για τ’ ανθρώπινα έχουν να δώσουν έναν πόλεμο με παλιές συνήθειες και αξίες, αν θέλουν να πετύχουν έστω και κάτι μικρό.

Οι δύο λογοτέχνες, άσχετα αν σχεδίασαν ή όχι στο Αγιον Ορος την ίδρυση μιας νέας θρησκείας, στοχάστηκαν επίμονα –και ουσιαστικά σε όλη την έκταση του έργου τους– για το θείο, αποβλέποντας στην αποθέωση του ανθρώπου ή Στον εξανθρωπισμό της θεότητας. Στο γόνιμο διανοητικό εγχείρημά τους καθένας τους πήρε, πράγματι, τον δρόμο του. Αλλά θα συνεχίσω αύριο, μέρα που είναι.
http://www.kathimerini.gr/authors?id=22
Έντυπη

Δεν υπάρχουν σχόλια: