Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Λατρεύω το Γούντυ Άλλεν- Από το Βήμα της Κυριακής 23 Μαΐου 2010

ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ Ο κινηματογράφος μου είναι σαν την απόδραση του δειλού

Μια γουντιαλενική συνέντευξη με τον αμερικανό σκηνοθέτη και ηθοποιό σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στις Κάννες

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ ΚΑΝΝΕΣ, ΜΑΪΟΣ. 

Μπορεί να μην παίζει πια στις ταινίες του επειδή, όπως ο ίδιος παραδέχεται, λόγω ηλικίας δεν είναι σε θέση να κερδίζει το κορίτσι, ωστόσο ο Γούντι Αλεν ήταν ίσως ο μόνος πραγματικός σταρ της τελευταίας διοργάνωσης του Φεστιβάλ των Καννών, της οποίας η αυλαία πέφτει σήμερα το βράδυ. Σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια όπου δεν πατούσε το πόδι του στα φεστιβάλ, ο πιο χαρακτηριστικός διοπτροφόρος κωμικός του κόσμου είναι εδώ και καιρό αναγκασμένος να κάνει παραχωρήσεις παίζοντας και αυτός το παιχνίδι του μάρκετινγκ με όποιον τρόπο μπορεί για το καλό των ταινιών του που δεν σταματά ποτέ να γυρίζει. Στην τελευταία δημιουργία του «Ιf you will meet a tall dark stranger» (η τέταρτη ταινία του γυρισμένη στο Λονδίνο) ο Αντονι Χόπκινς, ο Τζος Μπρόλιν, η Ναόμι Γουότς, η Τζέμα Τζόουνς, ο Αντόνιο Μπαντέρας και η Λούσι Παντς είναι μερικοί από τους ήρωες που αναζητούν τρόπους για να καλυτερεύσουν τη ζωή τους βρίσκοντας διέξοδο στο «άλλο». Αλλάζουν συνήθειες, κλέβουν ιδέες, διαλύουν σπίτια, στρέφονται στα πνεύματα, είναι διαρκώς ανήσυχοι για το πώς θα καταφέρουν να νικήσουν τον ανίκητο εχθρό. Διότι ο «ψηλός, σκοτεινός ξένος» του τίτλου ίσως τελικά να μην είναι άλλος από τον ίδιο τον θάνατο που κάποια στιγμή - θέλουμε, δεν θέλουμε- όλοι θα πρέπει να αντικρίσουμε. Ο θάνατος έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην ημίωρη κουβέντα που είχε «Το Βήμα» με τον Γούντι Αλεν την περασμένη Κυριακή το πρωί, λίγες ώρες προτού πάρει το αεροπλάνο για την πολυαγαπημένη του Νέα Υόρκη.

Χλωμός, ασθενικός και βαρύς όσο ένα σπουργίτι, ο Γούντι Αλεν μπαίνει βήχοντας στη σουίτα 239 του ξενοδοχείου «Μartinez». Ζητεί συγγνώμη για το «τέλειο κρυολόγημα» που τον ταλαιπωρεί τις τελευταίες ημέρες και αρχίζουμε.

- Ποιο είναι το νόημα της ζωής αυτή την εποχή για τον Γούντι Αλεν;
«Αυτό που ήταν πάντα, νομίζω. Να κάνω τη δουλειά μου και να μη σκέφτομαι κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό...».

- Αυτό ακούγεται τρελό. Ο Γούντι Αλεν και να μη σκέφτεται;
«Οταν σκέφτεσαι, αντιλαμβάνεσαι πόσο οδυνηρά είναι όλα γύρω σου και πόσο αδύναμος είσαι στο να αντιδράσεις και να κάνεις κάτι για την καλυτέρευση των πραγμάτων. Το κόλπο μου, η προσωπική μου πλάνη, είναι να εργάζομαι συνέχεια και έτσι να δραπετεύω».

- Η εργασία ήταν ανέκαθεν ο τρόπος απόδρασής σας;

«Οχι. Μικρός ήμουν τεμπέλης και δραπέτευα μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες βλέποντας ταινίες. Σήμερα δραπετεύω κάνοντας ταινίες για τις λίγες κινηματογραφικές αίθουσες στις οποίες οι ταινίες μου παίζονται. Την αποκαλώ “η απόδραση του δειλού”».

- Το να κάνει ταινίες σήμερα ένας Γούντι Αλεν είναι το ίδιο εύκολο όσο παλαιότερα;

«Είναι κάπως αντιφατικό, αλλά ενώ ως κινηματογραφιστής νιώθω ότι όσο μεγαλώνω κάνω ευκολότερα τη δουλειά μου, το ίδιο το σύστημα στην Αμερική δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το μικρό κέρδος που φέρνουν οι ταινίες μου. Οταν άρχισα αυτή τη δουλειά η ανεξάρτητη ταινία μεσουρανούσε. Γυρίζονταν ταινίες όπως ο “Ξέγνοιαστος καβαλάρης” και ήταν περιζήτητοι σκηνοθέτες όπως ο Ρόμπερτ Ολτμαν με ταινίες που είχαν μεν μικρά κέρδη, αλλά άφηναν τους πάντες ικανοποιημένους. Τα τελευταία χρόνια τα έβαλαν κάτω στο Χόλιγουντ και είπαν: Εφόσον μπορούμε να κάνουμε ταινίες με κέρδη 400 εκατομμύρια δολάρια, για ποιον λόγο να χάνουμε τον χρόνο μας με μια ταινία του Γούντι Αλεν; Στην Αμερική με θεωρούν σπατάλη χρόνου».

- Μήπως είστε λίγο υπερβολικός; Ξεχνάτε ότι είστε ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που είναι αναγνωρίσιμοι σε όλον τον κόσμο;..
«Αυτό συμβαίνει επειδή υπήρξα και ηθοποιός. Δεν νομίζω ότι υπερβάλλω καθόλου. Στο Χόλιγουντ, αντί να δώσουν σε μένα τα 15 εκατομμύρια δολάρια που χρειάζομαι για την ταινία μου- διότι περίπου τόσα χρειάζομαι-, θα προτιμήσουν να δώσουν 115 εκατομμύρια σε κάποιον άλλο επειδή ο τζόγος είναι καλύτερος. Και είναι όντως καλύτερος, αφού η ταινία των 115 εκατομμυρίων δολαρίων θα φέρει τα τετραπλάσια ή τα πενταπλάσια. Ολη αυτή η κατάσταση όμως έχει τραυματίσει φοβερά τον χώρο του κινηματογράφου. Σήμερα πολλοί κινηματογραφιστές που ξεκίνησαν την ίδια εποχή με μένα έχουν τρομερό πρόβλημα. Αν ο Ρόμπερτ Ολτμαν ζούσε δεν θα μπορούσε να κάνει ταινίες».

- Αυτό συμβαίνει μόνο στην Αμερική ή και αλλού;
«Το πρόβλημα ξεκινά από την Αμερική, αλλά μπορεί να επηρεάσει και άλλες χώρες. Μόλις χθες μιλούσα με μια γαλλίδα σκηνοθέτρια, η οποία έχει κάνει μια πολύ επιτυχημένη ταινία στη χώρα της. Δυστυχώς δεν μπορεί να τη διανείμει στην Αμερική, εκτός και αν τη γυρίσει ριμέικ στα αγγλικά. Οταν ξεκινούσα, οι ξένες, μη αγγλόφωνες, ταινίες ήταν αγαπητές στην Αμερική. Σήμερα η οικονομική κρίση έχει αλλάξει τη νοοτροπία των στούντιο. Οπως είπα, βάζουμε πολλά χρήματα σε μια ταινία για να φέρει πολλά χρήματα στα ταμεία. Αν μια ταινία πάει πολύ καλά μέσα σε έναν χρόνο, καλύπτει όλη την υπόλοιπη χασούρα. Αυτό το μονοπώλιο στον κινηματογράφο είναι μια αντανάκλαση της γενικότερης οικονομικής κρίσης των καιρών μας, σύμφωνα με την οποία μικρές χώρες, όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία, δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος των οικονομικώς ισχυρότερων και κινδυνεύουν να αφανιστούν. Εί ναι καταδικασμένες να βρίσκονται μονίμως υπό απειλή».

- Δεν νομίζω ότι τελικά ισχύει και τόσο αυτό που αναφέρατε προηγουμένως,ότι δηλαδή προτιμάτε να μη σκέφτεστε γιατί έτσι πλανάστε...

«Ακολουθώ την αρχή του Νίτσε, ο οποίος έλεγε ότι “είναι ανάγκη να έχεις φαντασιώσεις, διότι αν κοιτάζεις τη ζωή πολύ προσεχτικά γίνεται αβάσταχτη”. Το είπε αργότερα και ο Φρόιντ και έπειτα από αυτόν ο Ευγένιος Ο΄ Νιλ, ο οποίος έγραφε θεατρικά έργα με αυτό το θέμα. Είναι μια σκέψη στην οποία καταλήγουν αυτομάτως πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι ύστερα από χρόνια σκέψης. Η ζωή είναι φρικτή, επίπονη, επώδυνη και τρομακτική και, αν δεν έχεις τρόπους διαφυγής, δεν θα τα βγάλεις πέρα. Οι καλλιτέχνες πιστεύουν ότι η δουλειά τους θα ζήσει για πάντα, κάποιοι γονείς βλέπουν την αθανασία στα παιδιά τους. Αυτά όμως είναι όλα φαντασιώσεις, διότι η αλήθεια είναι ότι γεννιέσαι, ζεις μια σύντομη ζωή και πεθαίνεις. Αρα δεν υπάρχει κάποιο πραγματικό νόημα σε τίποτε από όλα αυτά, αφού όλα κάποια στιγμή είναι καταδικασμένα να τελειώσουν. Ο ήλιος χάνει σιγά-σιγά τη δύναμή του, η Γη κάποια ημέρα δεν θα υπάρχει, τα αστέρια φεύγουν. Αν κοιτάξετε πολλά εκατομμύρια χρόνια στο μέλλον, δεν θα δείτε τίποτε. Δεν θα δείτε ούτε Σαίξπηρ, ούτε αρχαίους τραγωδούς, ούτε τίποτε».

- Είναι σαν να λέτε ότι,επειδή όλα κάποια στιγμή τελειώνουν,δεν μπορεί να υπάρξει νόημα στην ίδια τη ζωή. Είναι όμως έτσι;

«Ως ανθρώπινο ον αναζητείς το νόημα, είναι φτιαγμένο μέσα σου το να ψάχνεις για ένα νόημα. Τα ανθρώπινα όντα δεν θέλουν να νιώθουν ότι ζουν μερικά χρόνια χωρίς νόημα σαν τα φυτά ή τα ζώα. Επίσης υπάρχει και το ένστικτο. Αν κάποιος μου βάλει ένα πιστόλι στο κεφάλι, το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να προφυλαχτώ διότι θέλω να ζήσω. Θα μου πείτε γιατί; Αφού η ζωή δεν έχει νόημα, ας σε πυροβολήσει. Και όμως υπάρχει κάτι στο αίμα σου, στο σώμα σου, κάτι μη διανοητικό, που σε φέρνει στο σημείο να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, να κρυφτείς κάτω από το τραπέζι, να αφοπλίσεις αυτόν που σε απειλεί. Αν όμως κοιτάξεις την κατάσταση της ζωής προσεχτικά και χωρίς φαντασιώσεις, θα δεις ότι όντως δεν υπάρχει πουθενά νόημα. Και τότε σε πιάνει κατάθλιψη, γι΄ αυτό και συνιστώ να μην την κοιτάζουμε πολύ προσεχτικά. Στην Αμερική πολύς κόσμος στρέφεται προς τη θρησκεία, άλλοι στην ψυχανάλυση- όπου είχα προσωπικά στραφεί επί σειρά ετών-, κάποιοι αναζητούν προφήτες, κάποιοι στρέφονται προς την υγιεινή διατροφή, άλλοι στη γυμναστική, σηκώνονται κάθε πρωί και τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν. Καταπίνουν βιταμίνες, δεν τρώνε κάποια φαγητά και πάει λέγοντας. Και ναι, όλα αυτά θα προσθέσουν μερικά χρόνια στη ζωή τους και αν δεν καπνίζουν θα ζήσουν ακόμη περισσότερο. Αλλά έως πότε;».

- Ποιος είναι τότε ο ρόλος του καλλιτέχνη μέσα σε όλη αυτή την άσκοπη κατάσταση;

«Να προσπαθήσει να καταλάβει για ποιο λόγο η ύπαρξή μας αξίζει τον κόπο. Πώς θα μπορούσες να ζήσεις μια καλή ζωή γνωρίζοντας ότι κάποτε όλα θα τελειώσουν; Οπως είπα, ο κόσμος ξεφεύγει με τις φαντασιώσεις, αλλά θα ήταν πολύ πιο όμορφο να αποδεχθείς την πραγματικότητα χωρίς φαντασιώσεις και παρ΄ όλα αυτά να τα βγάζεις πέρα. Αυτό θα ήταν για μένα το ιδανικό και αυτό προσπαθούν να καταφέρουν οι καλλιτέχνες, ο καθένας με τον τρόπο του. Βέβαια, δεν νομίζω ότι τα έχουν καταφέρει. Ο Ο΄ Νιλ, ο Φρόιντ και ο Νίτσε είχαν τελικά δίκιο. Ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρεις είναι να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου». - Οσο περνούν τα χρόνια γίνεται κανείς σοφότερος;


«Δεν πιστεύω ότι γίνεσαι σοφότερος όσο μεγαλώνεις. Πονάει η πλάτη σου, αυτό γίνεται. Προσωπικά δεν βρίσκω κανένα πλεονέκτημα στο γήρας. Κάνω όλα τα ίδια ηλίθια πράγματα που έκανα νεότερος, με τη διαφορά ότι τώρα δεν τα βλέπω τόσο καλά όσο τα έβλεπα παλαιότερα». - Στην τελευταία ταινία σας «Ιf you meet a tall dark stranger» οι μόνοι ευτυχισμένοι ήρωες είναι ένα ζευγάρι που έχει στραφεί στη μαντεία και στην επικοινωνία με τα πνεύματα.Πόσο πιστεύετε εσείς σε αυτά;


«Δεν πιστεύω καθόλου και δεν τα συνιστώ σε κανέναν. Πιστεύω ότι σε αυτά τα πράγματα υπάρχει τρομερή εμπορική εκμετάλλευση, ότι σε κλέβουν ασύστολα, ότι είναι βλακείες. Την ίδια ώρα όμως δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι, αν κάποιος βρίσκει όντως προσωπική ευτυχία σε αυτά τα πράγματα, ίσως να είναι πολύ πιο ευτυχισμένος από εμένα.

Αρκεί με ό,τι επιλέγεις να κάνεις να μη βλάπτεις τον συνάνθρωπό σου. Αν θέλετε πάντως τη γνώμη μου, οι άνθρωποι που αναζητούν διεξόδους στους μάντεις και στα πνεύματα είναι καταδικασμένοι να οδηγηθούν στην τρέλα. Γιατί κάποια στιγμή η απάτη θα φανεί και η απογοήτευση θα είναι μεγάλη και δυσβάσταχτη».


- Στην αμέσως επόμενη ταινία σας έχετε επιλέξει ως ηθοποιό την Κάρλα Μπρούνι.Τι σας οδήγησε να δώσετε ρόλο στη γυναίκα του προέδρου μιας χώρας;


«Η ταινία θα γυριστεί στη Γαλλία και θα παίζουν επίσης ο Οουεν Γουίλσον, η Ρέιτσελ Μακ Ανταμ, ο Εντριαν Μπρόντι, η Μαριόν Κοτιγιάρ και η Κάθι Μπέιτς. Νομίζω ότι η Κάρλα Μπρούνι ήταν μια πραγματικά καλή επιλογή. Δεν τη γνώριζα από πριν, κάποιος μου την πρότεινε. Αναζητούσα μια όμορφη, έξυπνη, αέρινη γυναικεία παρουσία για τον ρόλο της υπαλλήλου ενός μουσείου, μιας καλλιεργημένης, κομψής, φίνας ηρωίδας. Την είδα και είπα “ναι, είναι ο τύπος που ταιριάζει στον ρόλο”. Ψηλή, ελκυστική, εκπέμπει μια καλή προσωπικότητα. Δεν περίμενα να δεχτεί να παίξει. Της το πρότεινα όμως και εκείνη δέχτηκε μετά χαράς».

- Η Κάρλα Μπρούνι όμως δεν είναι ηθοποιός...

«Οχι, αλλά έχει σκηνική παρουσία. Κοιτάξτε, αν τελικά δεν μας βγει, θα σας πάρω τηλέφωνο και θα την απολύσετε εσείς». (γέλια)

«Είμαι προετοιμασμένος για το χειρότερο»

Ο Γούντι Αλεν με την Λούσι Παντς (αριστερά) και την Ναόμι Γουότς
- Στην προσωπική ζωή σας πότε υπήρξατε περισσότερο ευτυχής; «Τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής μου ήταν τα πιο πρόσφατα.Ηταν ένα ατύχημα,ξέρετε.Για τους περισσότερους ανθρώπους τα χρόνια της ευτυχίας είναι τα χρόνια της νιότης.Σε μένα συνέβη το αντίθετο.Από τότε που γνώρισα τη γυναίκα μου η ζωή μου πήρε μια πολύ όμορφη στροφή.Ασφαλώς είμαι πάντοτε προετοιμασμένος για το χειρότερο, διότι ξέρω ότι όλα είναι προσωρινά.Δεν θα πάει έτσι για πάντα.Αυτό είναι το σκοτεινό σύννεφο που πρέπει διαρκώς να διώχνω από τη σκέψη μου.Αυτό που ο ποιητής αποκάλεσε “καταιγίδα στο πικνίκ”».

- Πού βρίσκετε την ευτυχία; «Στη δουλειά μου,καθώς και στο να ασχολούμαι με καθημερινά πράγματα,όπως το σπίτι μου και η φροντίδα των παιδιών μου». Η ταινία «Ιf you will meet a tall dark stranger» θα προβληθεί στην Ελλάδα στις αρχές του προσεχούς φθινοπώρου.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Αντί για αιώνια λιακάδα, αιώνια καταχνιά για φωτεινά μυαλά


Tης Mαριαννας Tζιαντζη
"Tην περασμένη εβδομάδα, οι «Ανιχνεύσεις» (ΕΤ3) του Παντελή Σαββίδη είχαν καλεσμένο έναν κορυφαίο επιστήμονα, τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Το 1967, στα 16 του, έφυγε για σπουδές στο Πρίνστον και σήμερα διδάσκει Φυσική και Μαθηματικά στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Με λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα και πολλές σημαντικές δημοσιεύσεις στους τομείς της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, της μηχανικής των ρευστών και άλλους. Η παρουσία του στην εκπομπή συνέπεσε με την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ. Ο λόγος που δεν εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα είναι ότι στη Ζυρίχη μπορεί να διδάσκει έξι μήνες το χρόνο και τους άλλους έξι να ασχολείται αποκλειστικά με την έρευνα.
Είχαμε λοιπόν την ευκαιρία, ειδήμονες και αδαείς, να γνωρίσουμε έναν ευφυή, δημιουργικό και ανήσυχο άνθρωπο που δε μίλησε μόνο για τα μεγάλα θέματα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας, αλλά και για τον εαυτό του. Οταν ήταν μαθητής, πήγαινε στον Ελευθερουδάκη και αγόραζε βιβλία μαθηματικών: «Ελυνα όλες τις ασκήσεις», λέει γελώντας σαν να ήταν το πιο διασκεδαστικό πράγμα στον κόσμο. Ο κ. Χριστοδούλου γελάει συχνά – και αυτό είναι το πρώτο πράγμα που προσέχει ο τηλεθεατής. Δεν χαχανίζει, απλώς όλο το πρόσωπό του γίνεται ένα γέλιο καθώς αυτός αναπτύσσει περίπλοκες έννοιες. Χαίρεται, θέλει να μοιραστεί αυτήν τη χαρά μαζί μας και μας εκμυστηρεύεται ότι αγαπά τα μαθηματικά, «σε υπερβολικό βαθμό», για τρεις λόγους: Πρώτον, για την ομορφιά τους («το ωραιότερο πράγμα που έχει κάνει ο άνθρωπος»), δεύτερον, για την αίσθηση της σιγουριάς που μας δίνουν οι αποδείξεις, όπως αυτές του Ευκλείδη που, αν και διατυπώθηκαν γύρω στο 300 π. Χ., ισχύουν και σήμερα («τι άλλο είναι τόσο ανθεκτικό στο χρόνο;») και, τρίτον, γιατί «με τα μαθηματικά εμβαθύνει κανείς στη φύση».
Ισως στα περισσότερα αυτιά να ηχούσαν στρυφνά ή και αλαμπουρνέζικα τα όσα έλεγε ο κ. καθηγητής, όμως ακόμα κι ένας μαθητής λυκείου, που αγαπά τη Φυσική και δεν είναι παγιδευμένος στα SOS των εξετάσεων, θα μπορούσε να καταλάβει, αν όχι όλα, πάντως αρκετά από τα όσα ειπώθηκαν και, κυρίως, να πειστεί ότι αξίζει τον κόπο να κουραστεί, να μελετήσει για να τα κατανοήσει.
Οση αισιοδοξία και αν μας χάρισε η τηλεοπτική γνωριμία με τον κ. Χριστοδούλου, άλλη τόση θλίψη μάς προκαλεί η επίγνωση ότι και στην Ελλάδα υπάρχουν πάμπολλα χαμένα φωτεινά μυαλά, πάμπολλοι μικροί Μότσαρτ της επιστήμης που δεν τους έχει δοθεί η δυνατότητα και το κίνητρο να γνωρίσουν αυτό που θα μπορούσαν να αγαπήσουν. Σήμερα ο φοιτητής των Μαθηματικών ή της Φυσικής είναι ο μέλλων αδιόριστος ή ο ωρομίσθιος του φροντιστηρίου, είναι ο πλεονάζων, αυτός που δεν τον έχει ανάγκη η κοινωνία. Αντί για αιώνια λιακάδα, αιώνια καταχνιά".
Ή αλλιώς θα συμπληρώσω εγώ η απόλυτη μοναξιά, η απόλυτη απαξίωση και ένα ερωτηματικό για το μέχρι τώρα αγώνα του καθενός από όσους αγάπησαν την επιστήμη και τη συνεχή μελέτη, το μόχθο της εσώτερης ανάπτυξης....Γιατί να αισθάνεται κανείς τόσο γραφικός, παράταιρος αλλά και πτωχός συνάμα;